αδειάζω — αδειάζω, άδειασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αδειάζω — (Μ ἀδειάζω) έχω ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή μου, ευκαιρώ νεοελλ. 1. αφαιρώ το περιεχόμενο από κάτι, εκκενώνω 2. αδειάζω από το περιεχόμενό μου, εκκενώνομαι 3. ερημώνομαι 4. αφαιρώ το περιεχόμενο από κάτι μεταφέροντάς το αλλού 5. φρ. «άδειασέ μας… … Dictionary of Greek
ξεγεμίζω — αδειάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + γεμίζω] … Dictionary of Greek
παρακενώ — όω, Α 1. αδειάζω κάτι από τα πλάγια, αδειάζω λίγο λίγο 2. μτφ. αποκαλύπτω, προδίδω κάποιον («φοβοῡμαι μήποτε παρακενώσῃς με τοῑς Χριστιανοῑς καὶ καύσωσί με», Διδασκ. Ιακ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κενῶ «αδειάζω» (< κενός)] … Dictionary of Greek
αλαπάζω — ἀλαπάζω (Α) 1. αδειάζω, εξαντλώ 2. καταβάλλω, κατανικώ 3. εκπορθώ, λεηλατώ 4. (για πρόσωπα) εξουδετερώνω, φονεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Η χρήση τύπων με ή χωρίς το ἀ δημιουργεί αβεβαιότητα ως προς την αρχική μορφή τής λέξης, κατά πόσον δηλ. το αρκτικό ἀ είναι … Dictionary of Greek
εκκενώνω — (AM ἐκκενῶ, όω Α και ἐκκεινῶ, όω) αδειάζω, εγκαταλείπω («εκκενώθη η αίθουσα, η δεξαμενή») νεοελλ. 1. (για στρατεύματα) αποχωρώ, αποσύρομαι («διατάχθηκαν να εκκενώσουν την Ήπειρο») 2. φρ. «εκκενώνω όπλο» α) πυροβολώ β) αφαιρώ τή γόμωσή του αρχ. 1 … Dictionary of Greek
ευκαιραίνω — (Μ εὐκαιραίνω) [εύκαιρος] εγκαταλείπω κάποιον τόπο αναχωρώντας, αδειάζω νεοελλ. 1. (γ πρόσ.) εὐκαιραίνει υπάρχει έλλειψη, λείπει κάτι 2. μέσ. ευκαιραίνομαι μένω άδειος, αδειάζω μσν. (για σπαθί) βγάζω από τη θήκη … Dictionary of Greek
κανάσσω — (Α) [καναχή] καταπίνω με θόρυβο, αδειάζω στον λάρυγγα ποτήρι με κρασί κάνοντας θόρυβο, αδειάζω … Dictionary of Greek
μετακενώνω — (ΑM μετακενῶ, όω) αδειάζω υγρό από ένα δοχείο σε άλλο, μεταγγίζω νεοελλ. μεταδίδω σε άλλο τόπο ή σε άλλα πρόσωπα ιδέες, μεθόδους, επιστήμες κ.λπ. μσν. αρχ. μτφ. διοχετεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + κενῶ «αδειάζω» (< κενός)] … Dictionary of Greek
προδιακενώ — όω, Α αδειάζω τελείως εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διά + κενῶ «αδειάζω»] … Dictionary of Greek